- υπερήμερος
- -η, -ο / ὑπερήμερος, -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Ααυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσηςνεοελλ.(νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίαςαρχ.1. αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την τέλεση έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό τής παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.β. «ὑπερήμερος τῆς ἀκροάσεως» — μεγάλος πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)2. αυτός που για να γίνει απαιτείται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο τής μιας ημέρας3. (για πράγμ.) όψιμος (α. «ὑπερήμερος τοῡ βίου» — αυτός που διαρκεί πέρα από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια τής ζωής του, Λογγίν.)4. φρ. α) «ὑπερήμερον λαμβάνω τινά» — έχω το δικαίωμα να ενεργήσω κατάσχεση σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε προς εμένα (Δημοσθ.)β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — πρόστιμο σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ἐφ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.